- ῥήξεων
- ῥή̱ξεω̆ν , ῥῆξιςbreakingfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραχηλορραφία — η, Ν ιατρ. εγχείρηση για αποκατάσταση ρήξεων τού τραχήλου τής μήτρας οι οποίες προκλήθηκαν από τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trachelorrhaphy < τράχηλος + ρραφία (< ρραφος < ραφή)] … Dictionary of Greek